πομποστολώ

πομποστολώ
-έω, Α [πομποστόλος]
1. άγω, οδηγώ πομπή
2. περιφέρω κάτι σε πομπή
3. οδηγώ κάτι σαν σε πομπή
4. μτφ. εκθέτω κάτι με πομπώδη τρόπο, κοινολογώ κομπαστικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”